Όταν έπαιρναν οι Τούρκοι την Πόλη, ένας καλόγερος ετηγάνιζε εφτά ψάρια στο τηγάνι. Τα είχε τηγανίσει από τη μια μεριά, κι όταν ήταν να τα γυρίσει από την άλλη, έρχεται ένας και του λέει πως πήραν οι Τούρκοι την Πόλη.
- Τότε θα το πιστέψω αυτό, λέει ο καλόγερος, αν τα τηγανισμένα ψάρια ζωντανέψουν....
Δ εν απόσωσε το λόγο και τα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι ζωντανά κι έπεσαν στο νερό εκεί κοντά. Κι είναι ως τα σήμερα τα ζωντανεμένα εκείνα ψάρια στο Μπαλουκλί και θα φαίνονται έτσι μισοτηγανισμένα, ως να 'ρθει η ώρα να πάρουμε την Πόλη.
Τότε, λένε, θα έρθει ένας άλλος καλόγερος νατ' αποτηγανίσει.
Μετά από λίγο καιρό, λέει η παράδοση, η σούβλα έβγαλε κλαδιά και φύλλα και έγινε ένα περήφανο κυπαρίσσι, σημάδι ότι η λευτεριά δε θα αργούσε να έλθει. Επειδή μάλιστα ο πασάς έμπηξε τη σούβλα ανάποδα στο χώμα, τα κλαδιά του κυπαρισσιού είχαν κλίση προς τα κάτω.