αρχαιολόγος ο θηλ. αρχαιολόγος :
επιστήμονας που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη των μνημείων της αρχαιότητας.
αρχαιοκάπηλος ο :
αυτός που εμπορεύεται παρανόμως έργα αρχαίας τέχνης:
Συνελήφθησαν δύο αρχαιοκάπηλοι την ώρα που ετοιμάζονταν να πουλήσουν αρχαία νομίσματα.
[λόγ. αρχαιο- + κάπηλος]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου