Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007

Αρχαιολόγος-Αρχαιοκάπηλος

αρχαιολόγος ο θηλ. αρχαιολόγος :
επιστήμονας που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη των μνημείων της αρχαιότητας.

αρχαιοκάπηλος ο :
αυτός που εμπορεύεται παρανόμως έργα αρχαίας τέχνης:
Συνελήφθησαν δύο αρχαιοκάπηλοι την ώρα που ετοιμάζονταν να πουλήσουν αρχαία νομίσματα.
[λόγ. αρχαιο- + κάπηλος]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου