οίκος ο [íkos] :
1. (λόγ. ) κατοικία, σπίτι.
σύστημα το [sístima] :
σύνολο από σώματα, πράγματα, έννοιες ή διαδικασίες που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση, έτσι ώστε κάθε μεταβολή στο ένα από αυτά να έχει επίδραση σε ένα ή σε όλα τα άλλα.
οικοσύστημα το [ikosístima] :
βασική οικολογική μονάδα που αποτελείται από το φυσικό περιβάλλον και τους οργανισμούς (ζώα, φυτά) που ζουν σ'' αυτό:
Προστασία / αλλοίωση / καταστροφή ενός οικοσυστήματος.
[λόγ. < γαλλ. écosystème (ή αγγλ. ecosystem) < éco(logie) = οικο(λογία) + système = σύστημα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου