ύδωρ το [íδor] Ο γεν. ύδατος, πληθ. ύδατα, γεν. υδάτων:
(λόγ. ) νερό συνήθως σε επιστημονικούς όρους, σε λόγιες εκφράσεις και ΦΡ Βαρύ* ύδωρ. Οξυγονούχο* ύδωρ. Όμβρια* ύδατα. Χωρικά* / διεθνή ύδατα. Αγιασμός των υδάτων.
[λόγ. < αρχ. ὕδωρ & σημδ. γαλλ. eau (π. χ. eau lourde)]
Υλοποίηση της Ανοιχτής τάξης. Η Προσπάθεια του Δάσκαλου της Δράσης για Φως και Χρώμα στην Εκπαίδευση. Ο Δια Βίου και Ανυπέρβλητος Αγώνας του Δάσκαλου για τον Μαθητή Του...
Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007
ΥΔΩΡ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Athens Time
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου