αρχαιολόγος ο θηλ. αρχαιολόγος :
επιστήμονας που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη των μνημείων της αρχαιότητας.
αρχαιοκάπηλος ο :
αυτός που εμπορεύεται παρανόμως έργα αρχαίας τέχνης:
Συνελήφθησαν δύο αρχαιοκάπηλοι την ώρα που ετοιμάζονταν να πουλήσουν αρχαία νομίσματα.
[λόγ. αρχαιο- + κάπηλος]
Υλοποίηση της Ανοιχτής τάξης. Η Προσπάθεια του Δάσκαλου της Δράσης για Φως και Χρώμα στην Εκπαίδευση. Ο Δια Βίου και Ανυπέρβλητος Αγώνας του Δάσκαλου για τον Μαθητή Του...
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007
Αρχαιολόγος-Αρχαιοκάπηλος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου