τέμενος το
1.
α. ιερός χώρος που ήταν αφιερωμένος σε αρχαίο θεό ή ήρωα.
β. χώρος μουσουλμανικής λατρείας· τζαμί.
2. (μτφ. ) ίδρυμα αφιερωμένο στην καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, όπως π. χ. πανεπιστήμιο, ωδείο κτλ. :
Ιερό τέμενος των Μουσών.
[λόγ. : 1: αρχ. τέμενος (στη σημ. α)· 2: σημδ. γαλλ. temple]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου