μουσείο το: ίδρυμα που έχει ως προορισμό να συγκεντρώνει, να κατατάσσει, να συντηρεί και να εκθέτει κάθε αξιόλογο αντικείμενο που σχετίζεται με την ιστορία, την τέχνη, την επιστήμη, την τεχνική κτλ., ιδίως των παλαιότερων εποχών: Iστορικό / αρχαιολογικό / λαογραφικό / παλαιοντολογικό ~. Ένα ~ φυσικής ιστορίας / κέρινων ομοιωμάτων. Tο ~ του Λούβρου. Διευθυντής / υπάλληλος του μουσείου. το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ένα μουσείο: Eπισκέπτομαι ένα ~. Φύλακας του μουσείου. Έκανε το σπίτι του ~, συγκέντρωσε σ΄ αυτό πολλά μουσειακά αντικείμενα. Eίναι κτ. για το ~, είναι πολύ παλιό.
Υλοποίηση της Ανοιχτής τάξης. Η Προσπάθεια του Δάσκαλου της Δράσης για Φως και Χρώμα στην Εκπαίδευση. Ο Δια Βίου και Ανυπέρβλητος Αγώνας του Δάσκαλου για τον Μαθητή Του...
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου