Η λιμνοθάλασσα στην περιοχή Κανατάδικα Ιστιαίας με έκταση 1.000 στρ., από τα οποία τα 700 στρ. είναι υφάλμυρα και τα 300 στρ. βαλτώδη γη, σε συνδυασμό με τη μικρότερη, αυτή του Τσοκαϊτη δημιουργούν ένα μοναδικό συνδυασμό, με σημαντική πανίδα και χλωρίδα. Αποτελεί ένα σπάνιο φυσικό υδροβιότοπο με αρκετά είδη ψαριών και έντονο ορνιθολογικό ενδιαφέρον, μιας και αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό για μεταναστευτικά πτηνά. Η επιφάνεια του υδροβιότοπου καλύπτεται σε πολλά σημεία από ελώβια βλάστηση, όπως καλάμια, βούρλα, νούφαρα, ενώ η παρόχθια βλάστηση καλύπτεται από καλλιέργειες, θάμνους, φυλλοβόλα και πόες. Η περιοχή Κανατάδικα έχει συμπεριληφθεί στον Εθνικό Κατάλογο Προτεινόμενων Περιοχών για ένταξη στο Δίκτυο 'Natura 2000'. Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς και με την ανοχή πολλών, μετετράπη η περιοχή από τόπος φιλοξενίας και αναπαραγωγής υδρόβιων φυτών, πτηνών και ψαριών σε τουριστικό οικισμό με όλες τις παρενέργειες που συνεπάγονται, προκαλώντας σημαντική διαταραχή της ισορροπίας του οικοσυστήματος.
Το καλοκαίρι του 2007 θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μας σαν το καλοκαίρι με τις καταστροφικότερες πυρκαγιές που βίωσε η Ελλάδα. Η χώρα μας έζησε μια από τις χειρότερες οικολογικές καταστροφές της σύγχρονης ιστορίας της. Σαν εφιάλτης μπορεί να περιγραφεί η αίσθηση που είχαμε βλέποντας την καταστροφή ενός μεγάλου μέρους του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας, που περιλάμβανε και σημαντικούς βιότοπους για την πανίδα του βουνού. Κάηκαν συνολικά 29.500 στρέμματα εκ των οποίων 20,488 στρέμματα ελάτης. Πέρα από την Πάρνηθα, ανυπολόγιστη καταστροφή υπέστη και το Πήλιο όπου κάηκαν περίπου 50.000 στρέμματα δάσους. Ακολούθησαν οι καταστροφικές πυρκαγιές της Πελοποννήσου και της Εύβοιας. Πρόκειται για μια περιβαλλοντική τραγωδία, μια ανυπολόγιστη καταστροφή με συνέπειες που θα επηρεάσουν τον ανθρώπινο πληθυσμό που στηρίζεται στην ύπαρξη του δάσους. Το δάσος προσφέρει καθαρό αέρα, προστασία από τις πλημμύρες και φυσικά απόδραση από την κουραστική ζωή της πόλης. Το δάσος συμβάλλει στην εξισορρόπηση της θερμοκρασίας και επιδρά σημαντικά στο κλίμα κάθε παρακείμενης αστικής περιοχής. Η “αύρα” του δάσους, που είναι η ροή δροσερού αέρα από το ψυχρότερο δάσος στην θερμότερη πόλη, συνεισφέρει στην μείωση των υψηλών θερμοκρασιών στις παρακείμενες πόλεις. Μετά την καταστροφή του δάσους η κατάσταση διαφοροποιείται με αποτέλεσμα την συσσώρευση σχετικά θερμότερου αέρα πάνω από τις πόλεις και τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών για εκδήλωση καύσωνα. Λόγω της καταστροφής των δασών θα έχουμε επομένως περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας επιτείνοντας ακόμη περισσότερο το πρόβλημα των υψηλών θερμοκρασιών που βιώνουμε.
Εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού των μεδουσών προβλέπουν οι επιστήμονες στη Μεσόγειο. H εξαφάνιση μεγάλων ψαριών και η υπερθέρμανση των νερών ευνοούν τον πολλαπλασιασμό τους.Εδώ και περισσότερα από 4 δισεκατομμύρια χρόνια, οι μέδουσες ετοίμαζαν σιωπηλά την επιστροφή τους. H υπεραλίευση των ειδών που αποτελούν φυσικούς εχθρούς των μεδουσών (όπως ο τόνος, το σκουμπρί και οι χελώνες), η υπερθέρμανση και η ρύπανση των νερών δημιουργούν το ιδανικό περιβάλλον γι' αυτό το πρωτόγονο ζελατινώδες πλάσμα με τα δηλητηριώδη πλοκάμια. H Μεσόγειος, όπου συντρέχουν όλες οι παραπάνω συνθήκες, μπορεί να μετατραπεί σε μια πελώρια «λίμνη» στην οποία θα κυριαρχούν οι μέδουσες, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος.
Αρνητικές επιπτώσεις
Τα αίτια γι' αυτή την αύξηση είναι ποικίλα, αλλά το βέβαιο είναι ότι σε όλα τους έχει βάλει το χεράκι του ο άνθρωπος, γράφει η εφημερίδα «Ελ Παΐς». Οι ίδιες οι μέδουσες έχουν μηδαμινή οικονομική αξία, αλλά οι γενικότερες οικονομικές επιπτώσεις τους είναι ιδιαίτερα αρνητικές: επηρεάζουν τη βασικότερη βιομηχανία των χωρών της Μεσογείου, που είναι ο τουρισμός.
H αύξηση της θερμοκρασίας των θαλάσσιων νερών (κατά 0,6 βαθμούς από τον 19ο αιώνα) είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκουν αυτά τα ζώα ολοένα και πιο εκτεταμένες θαλάσσιες περιοχές για την αναπαραγωγή τους, για την οποία είναι ιδανικά τα θερμά νερά. Σε αυτά τα θερμά νερά, που επιπλέον γίνονται ολοένα και πιο μολυσμένα, ευνοείται η ανάπτυξη των μικροοργανισμών που αποτελούν το πλαγκτόν, την κυριότερη τροφή των μεδουσών. Άλλος ένας παράγοντας που ενίσχυσε την εισβολή των μεδουσών ήταν η αστικοποίηση των παράκτιων περιοχών η οποία σημείωσε έξαρση τα τελευταία χρόνια. Με την κατοίκηση των παραλίων, περισσότερο γλυκό νερό που άλλοτε κατέληγε στη θάλασσα κατακρατείται στην ενδοχώρα. Οι μέδουσες ευδοκιμούν σε αλμυρά νερά. Το γλυκό νερό σχημάτιζε ένα είδος φράγματος στα παράλια, κρατώντας τις μέδουσες σε απόσταση από τους ανθρώπους. Τώρα που το θαλάσσιο νερό έχει γίνει αλμυρό μέχρι εκεί που σκάει το κύμα, οι μέδουσες είναι ελεύθερες να φτάνουν μέχρι τις ακτές.
Ο άνθρωπος έβαλε όμως το χέρι για να «πειράξει» άλλη μια φυσική ισορροπία, η οποία διατηρούσε σε σταθερό επίπεδο τον πληθυσμό των μεδουσών. H υπεραλίευση ψαριών όπως ο τόνος και το σκουμπρί, αλλά και των χελωνών - υπολογίζεται ότι 25.000 θαλάσσιες χελώνες πιάνονται κάθε χρόνο στα δίχτυα - έχει εξαφανίσει τους φυσικούς εχθρούς των μεδουσών.
Απειλές
Η κυριότερη απειλή για τα ζώα και τα φυτά είναι η καταστροφή των βιοτόπων τους. Χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπινης επέμβασης στη φύση που μπορεί να οδηγήσει σε αφανισμό κάποια είδη, είναι τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα. Η δημιουργία π.χ. ενός φράγματος μπορεί να αλλάξει τόσο δραματικά το περιβάλλον, ώστε πολλά είδη φυτών και ζώων της συγκεκριμένης περιοχής να μην κατορθώσουν να προσαρμοστούν. Αν μάλιστα τα είδη αυτά είναι σπάνια και έχουν περιορισμένους πληθυσμούς, τότε κινδυνεύει να χαθεί το είδος στο σύνολό του. Για παράδειγμα, αν ξεσπούσε πυρκαγιά στο δάσος των Παπάδων στη Β Εύβοια, το μόνο μέρος στον κόσμο όπου φυτρώνει η ευβοϊκή δρυς (Quercus euboica), το συγκεκριμένο είδος δέντρου θα χανόταν για πάντα. Για το λόγο αυτόν, συχνά οι επιστήμονες επικεντρώνουν την προσοχή τους στα ενδημικά και σπάνια είδη. Η χώρα μας, ένας παράδεισος βιοποικιλότητας, διαθέτει τεράστιο αριθμό ειδών, από τα οποία πολλά είναι ενδημικά και σπάνια. Σοβαρή απειλή για τα ζώα και τα φυτά αποτελεί και η αλλοίωση της γενετικής σύστασής τους λόγω της εκμετάλλευσής τους από τον άνθρωπο. Τα φυτά και τα ζώα που χρησιμοποιούνται σήμερα στη γεωργία και την κτηνοτροφία παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα άγρια είδη από τα οποία προήλθαν, αφού ο άνθρωπος τα έχει «βελτιώσει» με στόχο τη μεγιστοποίηση της παραγωγής. Οι νέες ποικιλίες έχουν με τον καιρό εκτοπίσει τελείως τις φυσικές και αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα προσαρμογής - με αποτέλεσμα να είναι συνεχώς απαραίτητη η χρήση φυτοφαρμάκων, ορμονών και ζιζανιοκτόνων.
Οι συνέπειες των διαταραχών του οικοσυστήματος για κάποιον οργανισμό δεν είναι πάντοτε εύκολο να προβλεφθούν. Για παράδειγμα, θα περίμενε κανείς ότι ο πληθυσμός ενός μικρού ψαριού θα αυξανόταν αν εξαφανιζόταν το πολύ μεγάλο ψάρι που το κυνηγά. Εχει ωστόσο παρατηρηθεί ότι η απώλεια του μεγάλου θηρευτή σημαίνει τη μεγάλη αύξηση των πληθυσμών κάποιων μέσων αλλά πολύ επιθετικών θηρευτών με αποτέλεσμα την εξολόθρευση των μικρών ψαριών. Μπορεί λοιπόν να μην μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως την πολύπλοκη δυναμική των θαλασσίων οικοσυστημάτων, μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι για τους κινδύνους που τα απειλούν. Σύμφωνα με τα στοιχεία της WWF για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές θάλασσες και οι θαλάσσιοι οργανισμοί, μια από τις σοβαρότερες απειλές για τις ελληνικές θάλασσες αλλά και τις ακτές είναι η ρύπανση από βιομηχανικά απόβλητα και διαρροές πετρελαίου.
Καθώς η Μεσόγειος είναι μια κλειστή θάλασσα (με στενούς διαύλους επικοινωνίας με τον Ατλαντικό Ωκεανό, τη Μαύρη Θάλασσα και την Ερυθρά Θάλασσα), είναι ιδιαιτέρως «ευάλωτη» στη μόλυνση. Από τη WWF έχουν επισημανθεί 115 περιοχές της Μεσογείου όπου παρατηρούνται υψηλά επίπεδα ρύπανσης. Στην Ελλάδα τέτοιες περιοχές βρίσκονται στον Θερμαϊκό Κόλπο, στον Πατραϊκό Κόλπο και στον Σαρωνικό Κόλπο - ιδιαιτέρως στην Ελευσίνα.
H ανεξέλεγκτη οικιστική και βιομηχανική ανάπτυξη κατά μήκος των ακτών χωρίς την παρουσία οργανωμένων μονάδων επεξεργασίας των λυμάτων, οι αμμοληψίες, οι εκχερσώσεις και η αυθαίρετη εκμετάλλευση των παραλιών για τουριστικούς σκοπούς έχουν καταστροφικές συνέπειες για τις ελληνικές θάλασσες.
Μεγάλος επίσης είναι ο κίνδυνος από την υπερβολική χρήση λιπασμάτων στις χερσαίες καλλιέργειες, αφού μέσω των υπόγειων υδροφορέων μεταφέρεται στη θάλασσα νερό με υψηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικές ουσίες. Αυτό με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα την υπερβολική ανάπτυξη φυτικών οργανισμών στη θάλασσα. Το φαινόμενο ονομάζεται ευτροφισμός και οδηγεί στην εξάντληση του οξυγόνου, το οποίο υπάρχει στο νερό από τα φυτά, και στη διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας.
Ενα δεύτερο «ελληνικό» πρόβλημα, σύμφωνα με τα στοιχεία της WWF, είναι η υπεραλίευση. Δυστυχώς στη χώρα μας παρατηρείται χρήση αλιευτικών μέσων που αντιβαίνουν στην ελληνική νομοθεσία (δυναμίτες, συρόμενα δίχτυα), αλλά και παράνομη αλιεία σε περιόδους απαγόρευσης. Ολα αυτά έχουν επιφέρει εξάντληση ή σημαντική μείωση των ιχθυαποθεμάτων. Μεταξύ των ειδών τα οποία απειλούνται άμεσα από την υπεραλίευση και τα μη επιλεκτικά εργαλεία στη χώρα μας είναι ο τόνος, ο ξιφίας, το φαγκρί, το λυθρίνι, η συναγρίδα, το μπαρμπούνι, η σφυρίδα και ο ροφός.
Επιπροσθέτως τα συρόμενα εργαλεία (μηχανότρατες), όταν χρησιμοποιούνται στην παράκτια ζώνη, καταστρέφουν ολοκληρωτικά ό,τι καλύπτει τον βυθό της θάλασσας και εξαφανίζουν κάθε μορφή ζωής που εξαρτάται από αυτόν. H χρήση παράνομων αλιευτικών εργαλείων ευθύνεται επίσης για τον θάνατο πολλών θαλάσσιων θηλαστικών, όπως τα δελφίνια, και οι φώκιες, και χελωνών. Τα παραπάνω προβλήματα έχουν εξάλλου διαπιστωθεί και από ειδικούς επιστήμονες, όπως ο κ. Κωνσταντίνος Κουτσικόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ειδικός σε θέματα θαλάσσιας αλιείας, ο οποίος επισημαίνει ότι οι συνέπειες της ανθρώπινης παρέμβασης σε παράκτιες περιοχές, οι οποίες συνεχώς μελετώνται, είναι μεγάλης έκτασης.
Η Ελλάδα είναι ίσως η πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης σε αριθμό ειδών ψαριών γλυκού νερού. Σύμφωνα με τη πιο πρόσφατη ανασκόπιση (Economidis 1999) έχουν καταγραφεί 126 είδη ψαριών και ένας τεράστιος αριθμός υποειδών στα γλυκά και τα υφάλμυρα νερά της Ελλάδας. Από τα είδη αυτά, τα 19 έχουν εισαχθεί στη χώρα, 26 είναι διάδρομα και 81 είναι αυτόχθονα που ζουν αποκλειστικά σε γλυκά νερά. Από τα αυτόχθονα είδη, περίπου 50, ή ένα ποσοστό 63 %, είναι ενδημικά της Ελλάδας, αν και μερικά από αυτά επίσης απαντώνται στο νοτιότερο τμήμα γειτονικών Βαλκανικών χωρών. Αυτός ο υψηλός βαθμός ενδημισμού αποδίδεται εν μέρει στην περίπλοκη γεωλογική ιστορία της Ελλάδας και εν μέρει στις κλιματικές συνθήκες (Economidis, 1991).
Πολλά από τα ενδημικά είδη έχουν μια περιορισμένη γεωγραφική κατανομή και είναι ευαίσθητα σε δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες και ανθρωπογενείς επιδράσεις. Περισσότερο από το 1/3 των αυτόχθονων ειδών μπορούν να καταταχθούν σαν κινδυνεύοντα, τρωτά, σπάνια ή αδιευκρίνιστης πληθυσμιακής κατάστασης (21 είδη περιγράφονται στο "Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας", Οικονομίδης, 1992). Ήδη, πολλοί τοπικοί πληθυσμοί έχουν εξαφανισθεί. Αυτές οι εξαφανίσεις πληθυσμών συνέπεσαν με μεγάλες διαταραχές των οικοσυστημάτων από τον Ανθρωπο, όπως είναι οι αποξηράνσεις υγροτόπων, η αφαίρεση νερού για Αρδευση ή ύδρευση, η ρύπανση και διάφορα τεχνικά έργα.
Υλοποίηση της Ανοιχτής τάξης. Η Προσπάθεια του Δάσκαλου της Δράσης για Φως και Χρώμα στην Εκπαίδευση. Ο Δια Βίου και Ανυπέρβλητος Αγώνας του Δάσκαλου για τον Μαθητή Του...
Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007
ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου