Μαρία Πυλιώτου
ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ
Το διήγημα αναφέρεται στην κατάσταση που ακολούθησε μετά την
εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974 και το διαχωρισμό των
Ελληνοκύπριων από τους Τουρκοκύπριους.
Όταν έφευγαν φορτωμένοι όλα τους τα πράγματα, κανένας δεν
μπορούσε να πείσει το Γλαύκο πως δε θα γύριζε σύντομα πίσω.
Κι όμως πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος. Ο πόλεμος τελεί-
ωσε, οι πυροβολισμοί, οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν, κι αυτοί που έφευγαν
μέσα στη φωτιά αποφάσισαν να γυρίσουν. Το σπίτι τους βρισκόταν στα
«σύνορα».
Κανένας δεν μπορούσε να τους εμποδίσει: «Καλέ, δε φοβάστε; Δυο
βήματα πιο κάτω… Θεέ μου, αν ξαναρχίσουν;». Πιο πολύ απ’ όλους ή-
θελαν τα παιδιά. Ο Γλαύκος και η Δανάη. Ένα χρόνο μακριά από το σπίτι
τους το νοστάλγησαν. Την αυλή, τις βεράντες, τα δωμάτια. Και τη μεγάλη
ταράτσα. Σαν έφτασαν, δεν ένιωσαν τίποτα από το φόβο που προσπα-
θούσαν οι άλλοι συγγενείς και φίλοι να τους μεταδώσουν. Ήταν ένα ήρε-
μο απριλιάτικο δειλινό. Ο ουρανός στη δύση ολοκόκκινος έκανε τα δυο
παιδιά να μελαγχολήσουν και να νοσταλγήσουν τους παλιούς καλούς
φίλους.
Βοήθησαν όλοι και τακτοποιήθηκαν τα πάντα: έπιπλα, ρούχα, μαγειρικά
σκεύη, βιβλία, όλα μέχρι το βράδυ. Κοιμήθηκαν κουρασμένα, ωστόσο ικα-
νοποιημένα που γύρισαν στο πατρικό τους σπίτι.
Ξημέρωσε Κυριακή. Ανοιξιάτικη δροσερή. Τι έκπληξη, Θεέ μου. Στο
δωμάτιό τους ένας μεγάλος χαρταετός.
– Σ’ ευχαριστούμε, πατέρα.
Είναι σίγουρα πως κάθισε αργά το βράδυ να τους τον φτιάξει, για να
μπορέσει να τους χαρίσει την πρώτη κυριακάτικη χαρά στο δικό τους
σπίτι. Από μικρά παιδιά παίζανε με τους χαρταετούς τέτοια εποχή. Μαζί
κι ο πατέρας που έκανε πάντα σα μικρό παιδί.
– Σ’ ευχαριστούμε, είπανε ξανά και τον φίλησαν.
Χαρούμενοι χαρταετοί
Χαρούμενα και τα δυο ανέβηκαν στην ταράτσα. Ο αέρας πρωινός -
δροσερός φυσούσε από το Νότο. Και νάτος κιόλας ο χαρταετός όμορφος
- καμαρωτός να πετά κι όλο να τραβά κατά το Βορρά. Ο σπάγκος ήταν
μακρύς και γερός. Τον άφησαν όλο. Πόσο όμορφα νιώθανε. Σαν τον πα-
λιό καλό καιρό.
Ξαφνικά λίγο πιο κάτω κατά το Βορρά, λίγο πιο πέρα από τη «γραμμή»❉
από μια άλλη ταράτσα αντίκρυ, δυο άλλα παιδιά κουνούσαν τα χέρια χα-
ρούμενα και ξεφώνιζαν.
– Σίγουρα μας καλωσορίζουν, ψιθύρισε ο Γλαύκος.
– Πρέπει και μεις να φωνάξουμε να μας ακούσουν, σκέφτηκε η Δανάη.
– Τι να πούμε;
– Να, κάτι για να δείξουμε πως θέλουμε να ’μαστε «φίλοι».
Δυο ταράτσες, τέσσερα παιδιά, μια «γραμμή» ανάμεσά τους κι ένας
χαρταετός. Ακόμα κι ένα νήμα γερό που ξεκινά από τούτα τα παιδιά και
φτάνει με το χαρταετό ως τ’ άλλα.
– Εγώ λέω να γράψουμε στο χαρταετό ένα μήνυμα.
– Κατάλαβα. Δηλαδή κάτι που να λέει πως δε θέλουμε πολέμους. Θέ-
λουμε να ζήσουμε αδελφωμένα…
Την άλλη μέρα ο χαρταετός έγραφε: «ΕΙΡΗΝΗ, ΑΓΑΠΗ». Ευτυχώς
φυσούσε πάλι από το Νότο. Τι όμορφα! Ακόμα κι ο ίδιος ο χαρταετός
βιαζόταν να πετάξει και να φτάσει γoργότερα στ’ αντικρινά παιδιά.
– Μα αν δεν ξέρουν ελληνικά; Αν δεν μπορέσουν να το διαβάσουν;
σκέφτηκε ο Γλαύκος.
– Δεν έχει σημασία, θα καταλάβουν. Θα το νιώσουν.
Πραγματικά. Ήταν ένα χαρούμενο συναπάντημα.❉ Με χαρούμενα ξε-
φωνητά μια απ’ εδώ και μια απ’ εκεί πέρασαν όλο το δειλινό τους χωρίς
να βαρεθούν.
117
Την επομένη σαν βγήκαν να πετάξουν το χαρταετό απογοητεύτηκαν.
Ο αέρας φυσούσε από το Βορρά.
– Πώς θα καταλάβουν οι φίλοι μας τώρα πως είμαστε στην ταράτσα;
Έμειναν αρκετή ώρα να κοιτάζουν λυπημένα κατά τη μεριά των απέ-
ναντι φίλων. Πώς θα στείλουν σήμερα το μήνυμά τους;
Ξαφνικά ένας χαρταετός φάνηκε να ξεκινά από την άλλη μεριά και
να φτάνει ως τη δική τους ταράτσα. Πέρασε κι αυτός τη «γραμμή» πάνω
από τα φυλάκια και τα σύρματα και νάτον περήφανος μπροστά τους. Κά-
τι έγραφε κι αυτός σε μια γλώσσα που δεν ήξεραν να τη διαβάσουν. Ό-
μως τα παιδιά κατάλαβαν, ένιωσαν το μήνυμά τους και φώναξαν χα-
ρούμενα:
– Ζήτω…
Ξεφώνιζαν κι αυτά, ξεφώνιζαν κι εκείνα. Ήταν μια χαρούμενη, τρελή
ανταλλαγή ζητωκραυγών, αγάπης, φιλίας. Βλέποντάς τα ένας ξένος πο-
τέ δεν θα πίστευε πως ένα χρόνο πριν η ανταλλαγή αυτή ήταν φωτιά,
σφαίρες, αίμα, θάνατος. Όχι, προς Θεού, η ανταλλαγή αυτή δε γινόταν
από παιδιά. Αν τα ρωτούσαν, θα ’ταν όλα αλλιώτικα…
Οι παιδικές καρδιές βρήκαν το φυσικό τους ρυθμό.
Ξέχασαν τα λάθη των μεγάλων.
Δυο ταράτσες, τέσσερα παιδιά, μια «γραμμή» ανάμεσά τους κι ένας
χαρταετός κάθε φορά που φυσά από Νότο ή από Βορρά. Και το νήμα τό-
σο γερό να ξεκινά πότε από τούτα κι άλλοτε από κείνα τα παιδιά και να
δένει γερά τις καρδιές τους.
– Αν τέτοιους χαρταετούς, σκέφτηκε η Μάνα, αφήσουμε όλοι να πε-
τάξουν, τότε θα σβήσουν από μόνες τους οι «γραμμές», τότε θα λειώσουν
τα σύρματα. Δεν θ’ αντέξουν κάτω από τέτοια αγάπη…
Ερωτήσεις:
- Τι νομίζετε ότι συμβολίζει ο χαρταετός στο διήγημα αυτό;
- Γιατί δεν μπορούν να συναντηθούν τα παιδιά και να πετάξουν όλα μαζί τους χαρταετούς τους;
- Συναντιούνται δύο παιδιά, ένα από κάθε "μεριά" , και συζητούν για την κατάσταση στο νησί τους. Μπορείτε να φανταστείτε το διάλογο;
- Μπορείς να κάνεις προτάσεις για να γίνει ο κόσμος καλύτερος;
- Ο πόλεμος εμπόδισε τα παιδιά να αισθανθούν φίλοι;
❉ διαχωριστική
γραμμή
ανάμεσα
στους Eλληνο-
κύπριους και
τους Tουρκο-
κύπριους
❉ συνάντηση
Μαρία Πυλιώτου
Γεννήθηκε το 1935 στο Λευκόνοικο της Μεσαορίας, τώρα κατεχόμενο. Είναι δασκάλα, συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων. Έχει τιμηθεί με βραβεία από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού Βιβλίου, από το Υπουργείο Παιδείας, το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά κ.ά. Επίσης, έχει βραβευτεί από τη UNICEF και το 1987 κέρδισε σε διεθνή διαγωνισμό το Μετάλλιο του Διεθνούς Βραβείου Janusz Korczak.
Δύο βιβλία της μεταφράστηκαν στα ουκρανικά και κυκλοφόρησαν από τις Eκδόσεις Μπεσέλκα του Κιέβου. Η ποιητική της σύνθεση «Άγια Χώματα» μεταφράστηκε στα ρωσικά και κυκλοφόρησε σε Ανθολογία στη Μόσχα.
Ασχολείται με τη μελέτη και παρουσίαση παιδικών βιβλίων, συνεργάζεται με εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Είναι γραμματέας του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Βιβλίου (εθνικού τμήματος της ΙΒΒΥ) και μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Εργογραφία
Χαρούμενοι χαρταετοί, διηγήματα, Λευκωσία (1976)
Οι Λύκοι και η Κοκκινοσκουφίτσα, νουβέλα, Λευκωσία (1977)
Καλημέρα, Μαργαρίτα, διηγήματα, Λευκωσία (1978)
Κι έζησαν εκείνοι καλά..., σύγχρονο παραμύθι, Λευκωσία (1980)
Τα δέντρα που τρέχουν, μυθιστόρημα, Λευκωσία 1985, εκδ. Καστανιώτης (1987)
Τα παιδιά του ήλιου, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη (1993, 8η έκδ. 2001)
Το κάστρο μας, μυθιστόρημα, Λευκωσία (1979, Εκδόσεις Πατάκη 1995, 6η έκδ. 2001)
Το ασημένιο καπνιστήρι, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη (1995, 6η έκδ. 2000)
Τζιαφέρ Γιασίντ Αλή, Εκδόσεις Πατάκη (1997, 2η έκδ. 1998)
Στα φτερά του Χρυσού Αετού, Εκδόσεις Πατάκη (1997, 3η έκδ. 2000)
Η αρβύλα που ’γινε βαρκούλα, Εκδόσεις Πατάκη (1998, 4η έκδ. 2001)
Λεώνη, Εκδόσεις Πατάκη (1999 2η έκδ. 2000)
O σκύλος που έχασε την ουρά του, Eκδόσεις Πατάκη (2001).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου