Υλοποίηση της Ανοιχτής τάξης. Η Προσπάθεια του Δάσκαλου της Δράσης για Φως και Χρώμα στην Εκπαίδευση. Ο Δια Βίου και Ανυπέρβλητος Αγώνας του Δάσκαλου για τον Μαθητή Του...

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΕΙΝΑΙ...ΑΠΕΡΓΙΑ

Απόφαση του Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. για 24ωρη απεργιακή κινητοποίηση στις 13 του Φλεβάρη 2008

Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε., στη σημερινή του συνεδρίαση, αφού έλαβε υπόψη του:
· Το γεγονός ότι στη συνάντηση που είχε στις 22/1/08 με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ, ο Υπουργός Παιδείας δεν έδωσε καμιά θετική απάντηση στα κυρίαρχα αιτήματα των εκπ/κών (αύξηση δαπανών για την παιδεία, αυξήσεις στους μισθούς των εκπ/κών, ασφαλιστικά – συνταξιοδοτικά),
· Τη συνεχιζόμενη επίθεση που δέχονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα,
· Τον προϋπολογισμό του 2008, με τον οποίο συνεχίζεται η λιτότητα στους μισθούς, η υποχρηματοδότηση της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης,
· Την ανάγκη συνέχισης του αγώνα των εργαζομένων με τη συγκρότηση κοινού πανυπαλληλικού – πανεργατικού μετώπου,
Αποφάσισε την κήρυξη 24ωρης απεργιακής κινητοποίησης για την Τετάρτη 13 του Φλεβάρη 2008
Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. καλεί όλους τους συναδέλφους να πάρουν μαζικά και αγωνιστικά μέρος στην 24ωρη απεργία και στα παλλαϊκά - πανεργατικά συλλαλητήρια που γίνονται την ίδια μέρα σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας.


απεργία η [aperjía] :
σκόπιμη αναστολή της εργασίας που γίνεται από ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων με σκοπό την επίτευξη ενός στόχου ή την εκδήλωση της θέλησής του:
Απεργία εργατών / υπαλλήλων / επαγγελματιών.
Απεργία στο ηλεκτρικό / στο νερό / στα λεωφορεία., απεργία των εργαζομένων στις αντίστοιχες υπηρεσίες.
Απεργία πείνας*.
Απεργία κλαδική / γενική / εικοσιτετράωρη / διαρκείας / προειδοποιητική / αλληλεγγύης.
Απεργία πολιτική., που έχει πολιτικά κίνητρα.
Κυλιόμενη απεργία., που πλήττει με τη σειρά τα διάφορα τμήματα μιας επιχείρησης, μιας υπηρεσίας κτλ. Κήρυξη / περιφρούρηση / παράταση / αναστολή / λύση της απεργίας.
Είμαι σε / έχω απεργία.
Κατεβαίνω σε απεργία.
Κηρύσσω απεργία.
[λόγ. απεργ(ός) -ία]


απεργιακός -ή -ό [aperjiakós] :
που έχει σχέση με την απεργία:
Απεργιακός αγώνας.
Απεργιακή κινητοποίηση.
Για την καθοδήγηση της απεργίας δημιουργήθηκε απεργιακή επιτροπή.
[λόγ. απεργί(α) -ακός]

Δεν υπάρχουν σχόλια: