Η ιστορία της ξεκινά αρκετά παλιά. Η προίκα μιας Ελληνίδας γυναίκας περιλαμβάνει συνήθως μια γκάμα λευκών ειδών για κάθε δωμάτιο του σπιτιού, διακοσμητικά και άλλα χρηστικά αντικείμενα όπως σκεύη κουζίνας, καθώς και προσωπικά αντικείμενα και ρούχα. Στην προίκα μιας γυναίκας περιλαμβάνονται ακόμη και τα εσώρουχά της. Όλα αυτά είτε ήταν χειροποίητα από την ίδια την γυναίκα ή την μητέρα της, είτε κάποια αγοράζονταν για να εξοπλίσουν το νέο της σπίτι όταν θα παντρευόταν. Βλέπετε παλιά η προίκα αποτελούσε τη συνεισφορά της γυναίκας στο νέο σπιτικό της μετά τον γάμο και την προετοίμαζε στο να γίνει καλή νοικοκυρά. Από μικρή ηλικία άρχιζε να προετοιμάζει, να ράβει και να κεντάει σεντόνια, πετσέτες, καλύμματα για το κρεβάτι της, μάλλινα χαλιά, κουβέρτες και ότι άλλο χρειάζεται ένα νοικοκυριό. Στο σπίτι του γαμπρού Την Πέμπτη πριν το γάμο, η προίκα της νύφης μεταφέρεται στο σπίτι του γαμπρού, όπου θα ζήσει το ζευγάρι μαζί με την οικογένειά του. Αν και υπάρχουν διαφορές από τόπο σε τόπο, η Πέμπτη είναι η πιο συνηθισμένη μέρα για τη μεταφορά της προίκας. Είναι μια πολύ σημαντική μέρα στην προετοιμασία του γάμου, όπου γυναίκες περπατώντας ή άντρες πάνω σε ζώα, μουλάρια ή άλογα, ανάλογα με τις παραδόσεις του τόπου, δημιουργούν πομπή για να μεταφέρουν τα προικιά. Σ' αυτή δεν παίρνει μέρος η νύφη, ενώ πολλές φορές συνοδεύεται από μουσικούς με όργανα και τραγουδιστές γαμήλιων παραδοσιακών τραγουδιών. Σε κάποια μέρη και κυρίως σε χωριά, το έθιμο παραμένει έχοντας βέβαια ενταχθεί στη σύγχρονη κοινωνία. Έτσι την Πέμπτη πριν το γάμο, στο σπίτι της νύφης ή στο νέο σπίτι του ζευγαριού, κρεμάνε τα προικιά όπως σε ένα μουσείο λαογραφίας, από τις κουρτίνες, τα απλώνουν στα τραπέζια, στα κρεβάτια και ο κόσμος που επισκέπτεται το σπίτι για τα «συχαρίκια» τα θαυμάζει.ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ:Aπεικονίζει τα ήθη και τα έθιμα
μιας εποχής
προίκα :
προίκα η [príka] Ο25 λόγ. γεν. και προικός :
1. (νομ.) τα περιουσιακά στοιχεία που προσφέρονταν από τη νύφη στο γαμπρό με το γάμο, ως συμβολή στην αντιμετώπιση των οικογενειακών βαρών: Ο θεσμός της προίκας έχει καταργηθεί νομικά. Δίνω / παίρνω / ζητώ ~. Nύφη με / χωρίς ~. ΦΡ έχω την ~ αφάγωτη, έχω ακέραιο, δεν έχω εξαντλήσει κτ. (ένα αγαθό, μια παροχή κτλ.).
2. η κινητή ή ακίνητη περιουσία που συνεισφέρει η νύφη στη νέα της οικογένεια: Tο σπίτι που κάθονται είναι ~ της νύφης.
3. τα προσωπικά είδη της νύφης, το κινητό μέρος της προίκας2: Kεντάει την ~ της. Tα σεντόνια / το τραπεζομάντιλο / οι πετσέτες είναι της προίκας της. || Είδη προικός, κυρίως για καταστήματα όπου πωλούνται τέτοια είδη. || (επέκτ.) τα προσωπικά είδη του γαμπρού.
4. (μτφ., προφ.) για κτ. το οποίο κρίνεται ως απαραίτητο, ως αναγκαίο για να ξεκινήσει ή να λειτουργήσει καλά κτ.:(Δώστε) ~ στην παιδεία, κονδύλια, χρήματα για τη βελτίωσή της. || (περιπαικτικά): Ο βουλευτής έφυγε από το κόμμα παίρνοντας μαζί και την ~ του, τους προσωπικούς του ψηφοφόρους.
Η ιστορία της Προίκας
Υλοποίηση της Ανοιχτής τάξης. Η Προσπάθεια του Δάσκαλου της Δράσης για Φως και Χρώμα στην Εκπαίδευση. Ο Δια Βίου και Ανυπέρβλητος Αγώνας του Δάσκαλου για τον Μαθητή Του...
Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008
Η ΩΡΑΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΡΕΑ,ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ-ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου